ομοκλή

ομοκλή
ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα
2. κραυγή επίπληξης ή απειλής
3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.)
4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης
5. (για ήχο αυλών) συμφωνία («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», Πίνδ.)
6. (σχετικά με άνεμο ή με φωτιά) ήχος, θόρυβος, βοή
7. έφοδος, επίθεση, προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό τής οποίας πρέπει να αναζητηθεί στο θ. κλη- τής δισύλλαβης ρίζας *καλή- τού ρήματος καλώ* (με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' φωνήεν, πρβλ. κέ-κλη-μαι, κλή-σις, κλη-τός). Ο τ. ὁμοκλᾱν, ωστόσο, που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως υπερδωρισμός είτε ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. *ὁμοκλός (πρβλ. νεο-γνός). Για το α' συνθετικό τής λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη κραυγή πολλών ανθρώπων» ως αρχική, τό ανάγουν στο επίθ. ὁμός, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. ὀμοκλή (με ψιλή, που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική ψίλωση) οδηγεί στη σύνδεση τού α' συνθετικού με αρχ. ινδ. ama- «δύναμη, επίθεση» και αβεστ. ama- «δύναμη», άποψη που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀμοκλή — ὁμοκλή threat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλή — threat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλῇ — ὁμοκλάω call pres subj mp 2nd sg (doric) ὁμοκλάω call pres ind mp 2nd sg (doric) ὁμοκλάω call pres subj act 3rd sg (doric) ὁμοκλάω call pres ind act 3rd sg (doric) ὁμοκλάω call pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὁμοκλάω call pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμοκλῆς — ὁμοκλή threat fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμοκλήν — ὁμοκλή threat fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλαῖς — ὁμοκλή threat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλαί — ὁμοκλή threat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλήν — ὁμοκλή threat fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοκλάω — ὁμοκλάω και ὁμοκλέω (Α) [ομοκλή] (επικ. τ.) 1. (ιδίως για πολλούς μαζί ανθρώπους) καλώ, φωνάζω, βοώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («μνηστῆρες δ ἅμα πάντες ὁμόκλεον», Ομ. Οδ.) 2. (για ένα πρόσ.) παροτρύνω, ενθαρρύνω κάποιον κραυγάζοντας, με δυνατή… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοκλᾶν — ὁμοκλάω call pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὁμοκλάω call pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὁμοκλᾶ̱ν , ὁμοκλάω call pres inf act (epic doric) ὁμοκλάω call pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”